Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδάητος
ἄδαιτος
ἀδακρυτί
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδάμας
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάπανος
ἄδαστος
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
View word page
ἄδαστος
ἄδαστος δατέομαι undivided, Soph.
ShortDef
undivided
Debugging
Headword:
ἄδαστος
Headword (normalized):
ἄδαστος
Headword (normalized/stripped):
αδαστος
IDX:
381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n381
Key:
a)/dastos
Data
{'content': 'ἄδαστος\n δατέομαι\n undivided, Soph.', 'key': 'a)/dastos'}