Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερία
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελλάζω
ἀπελπίζω
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεναντίον
View word page
ἀπέλεθρος
ἀπέλεθρος πέλεθρον immeasurable, Hom.: neut. as adv. immeasurably far, Il.

ShortDef

immeasurable

Debugging

Headword:
ἀπέλεθρος
Headword (normalized):
ἀπέλεθρος
Headword (normalized/stripped):
απελεθρος
IDX:
3807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3808
Key:
a)pe/leqros

Data

{'content': 'ἀπέλεθρος\n πέλεθρον\n immeasurable, Hom.: neut. as adv. immeasurably far, Il.', 'key': 'a)pe/leqros'}