Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερία
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελλάζω
View word page
ἀπέκτητος
ἀπέκτητος πεκτέω uncombed, Anth.

ShortDef

uncombed

Debugging

Headword:
ἀπέκτητος
Headword (normalized):
ἀπέκτητος
Headword (normalized/stripped):
απεκτητος
IDX:
3803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3804
Key:
a)pe/kthtos

Data

{'content': 'ἀπέκτητος\n πεκτέω\n uncombed, Anth.', 'key': 'a)pe/kthtos'}