Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερία
View word page
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδέχομαι Dep. to expect anxiously, to look for, await, NTest.
ShortDef
to expect anxiously, to look for, await
Debugging
Headword:
ἀπεκδέχομαι
Headword (normalized):
ἀπεκδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
απεκδεχομαι
IDX:
3798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3799
Key:
a)pekde/xomai
Data
{'content': 'ἀπεκδέχομαι\n Dep. to expect anxiously, to look for, await, NTest.', 'key': 'a)pekde/xomai'}