Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
View word page
ἀπείρων2
ἀπείρων2 πεῖρας, πέρας = ἄπειροs2 1, boundless, endless, countless, Hom. = ἄπειροs2 2, without end, inextricable, δεσμοί Od.

ShortDef

without experience, ignorant
boundless, endless, countless

Debugging

Headword:
ἀπείρων2
Headword (normalized):
ἀπείρων
Headword (normalized/stripped):
απειρων2
IDX:
3797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3798
Key:
a)pei/rwn2

Data

{'content': 'ἀπείρων2\n πεῖρας, πέρας\n = ἄπειροs2 1, boundless, endless, countless, Hom.\n = ἄπειροs2 2, without end, inextricable, δεσμοί Od.', 'key': 'a)pei/rwn2'}