Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
View word page
ἀπείρων
ἀπείρων πεῖρα = ἄπειροs1, without experience, ignorant, Soph.

ShortDef

without experience, ignorant
boundless, endless, countless

Debugging

Headword:
ἀπείρων
Headword (normalized):
ἀπείρων
Headword (normalized/stripped):
απειρων
IDX:
3796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3797
Key:
a)pei/rwn1

Data

{'content': 'ἀπείρων\n πεῖρα\n = ἄπειροs1, without experience, ignorant, Soph.', 'key': 'a)pei/rwn1'}