Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
View word page
ἀπειρότοκος
ἀπειρότοκος τίκτω not having brought forth, virgin, Anth.

ShortDef

not having brought forth, virgin

Debugging

Headword:
ἀπειρότοκος
Headword (normalized):
ἀπειρότοκος
Headword (normalized/stripped):
απειροτοκος
IDX:
3795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3796
Key:
a)peiro/tokos

Data

{'content': 'ἀπειρότοκος\n τίκτω\n not having brought forth, virgin, Anth.', 'key': 'a)peiro/tokos'}