Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
View word page
ἀπειροσύνη
ἀπειροσύνη = ἀπερία inexperience, Eur.

ShortDef

inexperience

Debugging

Headword:
ἀπειροσύνη
Headword (normalized):
ἀπειροσύνη
Headword (normalized/stripped):
απειροσυνη
IDX:
3794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3795
Key:
a)peirosu/nh

Data

{'content': 'ἀπειροσύνη\n = ἀπερία\n inexperience, Eur.', 'key': 'a)peirosu/nh'}