Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
View word page
ἄπειρος2
ἄπειρος2 πεῖρας, πέρας boundless, infinite, countless, πλῆθος Hdt., Plat. in Trag., of garments, endless, i. e. without end or outlet, inextricable, Aesch., Eur.

ShortDef

without trial, inexperienced
boundless, infinite, countless

Debugging

Headword:
ἄπειρος2
Headword (normalized):
ἄπειρος
Headword (normalized/stripped):
απειρος2
IDX:
3793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3794
Key:
a)/peiros2

Data

{'content': 'ἄπειρος2\n πεῖρας, πέρας\n boundless, infinite, countless, πλῆθος Hdt., Plat.\n in Trag., of garments, endless, i. e. without end or outlet, inextricable, Aesch., Eur.', 'key': 'a)/peiros2'}