Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
View word page
ἄπειρος
ἄπειρος πεῖρα without trial or experience of a thing, unused to, unacquainted with, Lat. expers, c. gen., ἄθλων Theogn.; τυράννων Hdt., etc. absol. inexperienced, ignorant, Pind., Aesch., etc. adv., ἀπείρως ἔχειν τινός to be ignorant of a thing, Hdt.

ShortDef

without trial, inexperienced
boundless, infinite, countless

Debugging

Headword:
ἄπειρος
Headword (normalized):
ἄπειρος
Headword (normalized/stripped):
απειρος
IDX:
3792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3793
Key:
a)/peiros1

Data

{'content': 'ἄπειρος\n πεῖρα\n without trial or experience of a thing, unused to, unacquainted with, Lat. expers, c. gen., ἄθλων Theogn.; τυράννων Hdt., etc.\n absol. inexperienced, ignorant, Pind., Aesch., etc.\n adv., ἀπείρως ἔχειν τινός to be ignorant of a thing, Hdt.', 'key': 'a)/peiros1'}