Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
ἀπεκδύομαι
View word page
ἀπειροκαλία
ἀπειροκαλία from ἀπειρόκαλος ignorance of the beautiful, want of taste, Plat.: in pl. vulgarities, Xen.
ShortDef
ignorance of the beautiful, want of taste
Debugging
Headword:
ἀπειροκαλία
Headword (normalized):
ἀπειροκαλία
Headword (normalized/stripped):
απειροκαλια
IDX:
3789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3790
Key:
a)peirokali/a
Data
{'content': 'ἀπειροκαλία\n from ἀπειρόκαλος\n ignorance of the beautiful, want of taste, Plat.: in pl. vulgarities, Xen.', 'key': 'a)peirokali/a'}