Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδαήμων
ἀδαής
ἀδάητος
ἄδαιτος
ἀδακρυτί
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδάμας
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάπανος
ἄδαστος
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
View word page
ἀδάματος
ἀδάματος = ἀδάμαστος unconquered, Aesch., etc.; of females, unwedded, Soph.: of beasts, untamed, v. sub πέσημα. [ᾱδαματω in Theocr.]

ShortDef

unconquered

Debugging

Headword:
ἀδάματος
Headword (normalized):
ἀδάματος
Headword (normalized/stripped):
αδαματος
IDX:
379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n379
Key:
a)da/matos

Data

{'content': 'ἀδάματος\n = ἀδάμαστος\n unconquered, Aesch., etc.; of females, unwedded, Soph.: of beasts, untamed, v. sub πέσημα. [ᾱδαματω in Theocr.]', 'key': 'a)da/matos'}