Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
ἀπεκδέχομαι
View word page
ἀπειρόκακος
ἀπειρόκακος κακόν without experience of evil, unused to evil, Eur. τὸ ἀπ. ignorance of evil, Thuc.

ShortDef

without experience of evil, unused to evil

Debugging

Headword:
ἀπειρόκακος
Headword (normalized):
ἀπειρόκακος
Headword (normalized/stripped):
απειροκακος
IDX:
3788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3789
Key:
a)peiro/kakos

Data

{'content': 'ἀπειρόκακος\n κακόν\n without experience of evil, unused to evil, Eur. τὸ ἀπ. ignorance of evil, Thuc.', 'key': 'a)peiro/kakos'}