Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
ἀπείρων2
View word page
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόδροσος unused to dew, unbedewed, Eur.

ShortDef

unused to dew, unbedewed

Debugging

Headword:
ἀπειρόδροσος
Headword (normalized):
ἀπειρόδροσος
Headword (normalized/stripped):
απειροδροσος
IDX:
3787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3788
Key:
a)peiro/drosos

Data

{'content': 'ἀπειρόδροσος\n unused to dew, unbedewed, Eur.', 'key': 'a)peiro/drosos'}