Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
ἀπειρότοκος
ἀπείρων
View word page
ἀπείριτος
ἀπείριτος = ἀπειρέσιος, Od., Hes.
ShortDef
boundless, immense
Debugging
Headword:
ἀπείριτος
Headword (normalized):
ἀπείριτος
Headword (normalized/stripped):
απειριτος
IDX:
3786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3787
Key:
a)pei/ritos
Data
{'content': 'ἀπείριτος\n = ἀπειρέσιος, Od., Hes.', 'key': 'a)pei/ritos'}