Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
ἄπειρος2
ἀπειροσύνη
View word page
ἀπειρία
ἀπειρία ἄπειροs1 want of skill, inexperience, Plat.; τινός of or in a thing, Eur.
ShortDef
want of skill, inexperience
infinity
Debugging
Headword:
ἀπειρία
Headword (normalized):
ἀπειρία
Headword (normalized/stripped):
απειρια
IDX:
3784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3785
Key:
a)peiri/a1
Data
{'content': 'ἀπειρία\n ἄπειροs1\n want of skill, inexperience, Plat.; τινός of or in a thing, Eur.', 'key': 'a)peiri/a1'}