Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
ἄπειρος
View word page
Ἀπείρηθεν
Ἀπείρηθεν Ἀπειραῖος from Apeire, Od.
ShortDef
from Apeire
Debugging
Headword:
Ἀπείρηθεν
Headword (normalized):
ἀπείρηθεν
Headword (normalized/stripped):
απειρηθεν
IDX:
3782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3783
Key:
*)apei/rhqen
Data
{'content': 'Ἀπείρηθεν\n Ἀπειραῖος\n from Apeire, Od.', 'key': '*)apei/rhqen'}