Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλία
ἀπειρόκαλος
ἀπειρόπλους
View word page
ἀπειρέσιος
ἀπειρέσιος ἄπειροs2 boundless, immense, countless, Hom., Od.

ShortDef

boundless, immense, countless

Debugging

Headword:
ἀπειρέσιος
Headword (normalized):
ἀπειρέσιος
Headword (normalized/stripped):
απειρεσιος
IDX:
3781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3782
Key:
a)peire/sios

Data

{'content': 'ἀπειρέσιος\n ἄπειροs2\n boundless, immense, countless, Hom., Od.', 'key': 'a)peire/sios'}