Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδαημονία
ἀδαήμων
ἀδαής
ἀδάητος
ἄδαιτος
ἀδακρυτί
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδάμας
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάπανος
ἄδαστος
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
View word page
ἀδάμαστος
ἀδάμαστος δαμάζω epith. of Hades, inflexible, Il.:—later in the proper sense, untamed, unbroken, ἵππος Xen.

ShortDef

inflexible

Debugging

Headword:
ἀδάμαστος
Headword (normalized):
ἀδάμαστος
Headword (normalized/stripped):
αδαμαστος
IDX:
378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n378
Key:
a)da/mastos

Data

{'content': 'ἀδάμαστος\n δαμάζω\n epith. of Hades, inflexible, Il.:—later in the proper sense, untamed, unbroken, ἵππος Xen.', 'key': 'a)da/mastos'}