Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπειλέω
ἀπειλέω
ἀπείλημα
ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
View word page
ἀπείραστος
ἀπείραστος πειράζω incapable of being tempted by a thing, c. gen., NTest.
ShortDef
incapable of being tempted by
Debugging
Headword:
ἀπείραστος
Headword (normalized):
ἀπείραστος
Headword (normalized/stripped):
απειραστος
IDX:
3778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3779
Key:
a)pei/rastos
Data
{'content': 'ἀπείραστος\n πειράζω\n incapable of being tempted by a thing, c. gen., NTest.', 'key': 'a)pei/rastos'}