Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπεικονίζω
ἀπειλέω
ἀπειλέω
ἀπείλημα
ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
ἀπείριτος
ἀπειρόδροσος
View word page
Ἀπειραῖος
Ἀπειραῖος from ἄπειροs2 Apeiraean, Od.; Apeire = limitless-land, an imaginary place.

ShortDef

Apeiraean

Debugging

Headword:
Ἀπειραῖος
Headword (normalized):
ἀπειραῖος
Headword (normalized/stripped):
απειραιος
IDX:
3777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3778
Key:
*)apeirai=os

Data

{'content': 'Ἀπειραῖος\n from ἄπειροs2\n Apeiraean, Od.; Apeire = limitless-land, an imaginary place.', 'key': '*)apeirai=os'}