Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπεικάζω
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπειλέω
ἀπειλέω
ἀπείλημα
ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
ἀπειρία
View word page
ἄπειμι
ἄπειμι εἶμι ibo to go away, depart, Od., etc.; οὐκ ἄπει; ἄπιθι, be gone, Soph.; ἀπ. πάλιν to return, Xen.; ἄπιτε ἐς ὑμέτερα return to your homes, Hdt.; ἄπιμεν οἴκαδε Ar.; ἐπʼ οἴκου Thuc. —of the Nile, to recede, Hdt.; ἀπ. ἐπί τι to go in quest of a thing, Xen.

ShortDef

be absent
go away

Debugging

Headword:
ἄπειμι
Headword (normalized):
ἄπειμι
Headword (normalized/stripped):
απειμι
IDX:
3775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3776
Key:
a)/peimi2

Data

{'content': 'ἄπειμι\n εἶμι ibo\n to go away, depart, Od., etc.; οὐκ ἄπει; ἄπιθι, be gone, Soph.; ἀπ. πάλιν to return, Xen.; ἄπιτε ἐς ὑμέτερα return to your homes, Hdt.; ἄπιμεν οἴκαδε Ar.; ἐπʼ οἴκου Thuc. —of the Nile, to recede, Hdt.; ἀπ. ἐπί τι to go in quest of a thing, Xen.', 'key': 'a)/peimi2'}