Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπειλέω
ἀπειλέω
ἀπείλημα
ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
ἀπείρητος
ἀπειρία
View word page
ἄπειμι
ἄπειμι εἰμί sum to be away or far from, τινος Od., etc.; ἀπό τινος Thuc.: c. dat. to be wanting, φίλοισιν Eur., etc. absol. to be away or absent, and of things, to be wanting, Soph., etc.; of the dead, Eur.

ShortDef

be absent
go away

Debugging

Headword:
ἄπειμι
Headword (normalized):
ἄπειμι
Headword (normalized/stripped):
απειμι
IDX:
3774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3775
Key:
a)/peimi1

Data

{'content': 'ἄπειμι\n εἰμί sum\n to be away or far from, τινος Od., etc.; ἀπό τινος Thuc.: c. dat. to be wanting, φίλοισιν Eur., etc.\n absol. to be away or absent, and of things, to be wanting, Soph., etc.; of the dead, Eur.', 'key': 'a)/peimi1'}