Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπειλέω
ἀπειλέω
ἀπείλημα
ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
Ἀπείρηθεν
View word page
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήριος ἀπειλέω of or for threatening, λόγοι Hdt.

ShortDef

of/for threatening

Debugging

Headword:
ἀπειλητήριος
Headword (normalized):
ἀπειλητήριος
Headword (normalized/stripped):
απειλητηριος
IDX:
3772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3773
Key:
a)peilhth/rios

Data

{'content': 'ἀπειλητήριος\n ἀπειλέω\n of or for threatening, λόγοι Hdt.', 'key': 'a)peilhth/rios'}