Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπειλέω
ἀπειλέω
ἀπείλημα
ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
Ἀπειραῖος
ἀπείραστος
ἀπείργαθον
ἀπείργω
View word page
ἀπείλημα
ἀπείλημα = ἀπειλή, in pl., Soph.

ShortDef

threat

Debugging

Headword:
ἀπείλημα
Headword (normalized):
ἀπείλημα
Headword (normalized/stripped):
απειλημα
IDX:
3770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3771
Key:
a)pei/lhma

Data

{'content': 'ἀπείλημα\n = ἀπειλή, in pl., Soph.', 'key': 'a)pei/lhma'}