Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπάχθομαι
ἆ
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπειλέω
ἀπειλέω
ἀπείλημα
ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
View word page
ἀπεικαστέος
ἀπεικαστέος verb. adj. of ἀπεικάζω one must represent, Xen.
ShortDef
one must represent
Debugging
Headword:
ἀπεικαστέος
Headword (normalized):
ἀπεικαστέος
Headword (normalized/stripped):
απεικαστεος
IDX:
3766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3767
Key:
a)peikaste/os
Data
{'content': 'ἀπεικαστέος\n verb. adj. of ἀπεικάζω\n one must represent, Xen.', 'key': 'a)peikaste/os'}