Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαυτομολέω
ἀπαφίσκω
ἀπάχθομαι
ἆ
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπειλέω
ἀπειλέω
ἀπείλημα
ἀπειλή
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
View word page
ἀπειθής
ἀπειθής πείθομαι disobedient, τοῖς νόμοις Plat.; of ships, τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέραι less obedient to them, Thuc. act. not persuasive, incredible, Theogn.
ShortDef
disobedient
Debugging
Headword:
ἀπειθής
Headword (normalized):
ἀπειθής
Headword (normalized/stripped):
απειθης
IDX:
3764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3765
Key:
a)peiqh/s
Data
{'content': 'ἀπειθής\n πείθομαι\n disobedient, τοῖς νόμοις Plat.; of ships, τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέραι less obedient to them, Thuc.\n act. not persuasive, incredible, Theogn.', 'key': 'a)peiqh/s'}