Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγών
ἄγω
ἀδαημονία
ἀδαήμων
ἀδαής
ἀδάητος
ἄδαιτος
ἀδακρυτί
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδάμας
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάπανος
ἄδαστος
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
View word page
ἀδαμαντόδετος
ἀδαμαντόδετος iron-bound, Aesch.

ShortDef

iron-bound

Debugging

Headword:
ἀδαμαντόδετος
Headword (normalized):
ἀδαμαντόδετος
Headword (normalized/stripped):
αδαμαντοδετος
IDX:
376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n376
Key:
a)damanto/detos

Data

{'content': 'ἀδαμαντόδετος\n iron-bound, Aesch.', 'key': 'a)damanto/detos'}