Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαύγασμα
ἀπαυδάω
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαυράω
ἄπαυστος
ἀπαυτομολέω
ἀπαφίσκω
ἀπάχθομαι
ἆ
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικαστέος
ἀπεικονίζω
ἀπειλέω
View word page
ἀπέδιλος
ἀπέδιλος πέδιλον unshod, Aesch.
ShortDef
unshod
Debugging
Headword:
ἀπέδιλος
Headword (normalized):
ἀπέδιλος
Headword (normalized/stripped):
απεδιλος
IDX:
3758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3759
Key:
a)pe/dilos
Data
{'content': 'ἀπέδιλος\n πέδιλον\n unshod, Aesch.', 'key': 'a)pe/dilos'}