Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυδάω
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαυράω
ἄπαυστος
ἀπαυτομολέω
ἀπαφίσκω
ἀπάχθομαι
ἆ
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικαστέος
View word page
ἀπάχθομαι
ἀπάχθομαι For ἀπήχθ- forms see ἀπάγω, ἀπεχθάνομαι. Νot in LSJ, DGE [HD].
ShortDef
to be grievous
Debugging
Headword:
ἀπάχθομαι
Headword (normalized):
ἀπάχθομαι
Headword (normalized/stripped):
απαχθομαι
IDX:
3756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3757
Key:
a)pa/xqomai
Data
{'content': 'ἀπάχθομαι\n For ἀπήχθ- forms see ἀπάγω, ἀπεχθάνομαι. Νot in LSJ, DGE [HD].', 'key': 'a)pa/xqomai'}