Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀπατούρια
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυδάω
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαυράω
ἄπαυστος
ἀπαυτομολέω
ἀπαφίσκω
ἀπάχθομαι
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπειθής
ἀπεικάζω
View word page
ἀπαφίσκω
ἀπαφίσκω ἅπτομαι palpare, ἁφή like ἀπατάω, to cheat, beguile, Od.

ShortDef

cheat, beguile

Debugging

Headword:
ἀπαφίσκω
Headword (normalized):
ἀπαφίσκω
Headword (normalized/stripped):
απαφισκω
IDX:
3755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3756
Key:
a)pafi/skw

Data

{'content': 'ἀπαφίσκω\n ἅπτομαι palpare, ἁφή\n like ἀπατάω, to cheat, beguile, Od.', 'key': 'a)pafi/skw'}