Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάζω
ἀπατιμάω
Ἀπατούρια
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυδάω
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαυράω
ἄπαυστος
ἀπαυτομολέω
ἀπαφίσκω
ἀπάχθομαι
ἆ
ἀπέδιλος
ἄπεδος
ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
View word page
ἀπαυθημερίζω
ἀπαυθημερίζω αὐθήμερος to return the same day, Xen.
ShortDef
to return the same day
Debugging
Headword:
ἀπαυθημερίζω
Headword (normalized):
ἀπαυθημερίζω
Headword (normalized/stripped):
απαυθημεριζω
IDX:
3751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3752
Key:
a)pauqhmeri/zw
Data
{'content': 'ἀπαυθημερίζω\n αὐθήμερος\n to return the same day, Xen.', 'key': 'a)pauqhmeri/zw'}