Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγωνοθέτης
ἀγών
ἄγω
ἀδαημονία
ἀδαήμων
ἀδαής
ἀδάητος
ἄδαιτος
ἀδακρυτί
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδάμας
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάπανος
ἄδαστος
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
View word page
ἀδαμάντινος
ἀδαμάντινος ἀδάμας adamantine, Aesch., etc.: —metaph. hard as adamant, σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. ἐντί, of a girl, Theocr.:—adv. -νως, Plat.

ShortDef

adamantine

Debugging

Headword:
ἀδαμάντινος
Headword (normalized):
ἀδαμάντινος
Headword (normalized/stripped):
αδαμαντινος
IDX:
375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n375
Key:
a)dama/ntinos

Data

{'content': 'ἀδαμάντινος\n ἀδάμας\n adamantine, Aesch., etc.: —metaph. hard as adamant, σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. ἐντί, of a girl, Theocr.:—adv. -νως, Plat.', 'key': 'a)dama/ntinos'}