Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάζω
ἀπατιμάω
Ἀπατούρια
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυδάω
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαυράω
ἄπαυστος
ἀπαυτομολέω
ἀπαφίσκω
ἀπάχθομαι
ἆ
ἀπέδιλος
View word page
ἀπαύγασμα
ἀπαύγασμα from ἀπαυγάζω efflux of light, effulgence, NTest.
ShortDef
efflux of light, effulgence
Debugging
Headword:
ἀπαύγασμα
Headword (normalized):
ἀπαύγασμα
Headword (normalized/stripped):
απαυγασμα
IDX:
3748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3749
Key:
a)pau/gasma
Data
{'content': 'ἀπαύγασμα\n from ἀπαυγάζω\n efflux of light, effulgence, NTest.', 'key': 'a)pau/gasma'}