Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπασχολία
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάζω
ἀπατιμάω
Ἀπατούρια
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυδάω
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἀπαυράω
ἄπαυστος
ἀπαυτομολέω
View word page
ἀπατιμάω
ἀπατιμάω to dishonour greatly, Il.

ShortDef

to dishonour greatly

Debugging

Headword:
ἀπατιμάω
Headword (normalized):
ἀπατιμάω
Headword (normalized/stripped):
απατιμαω
IDX:
3744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3745
Key:
a)patima/w

Data

{'content': 'ἀπατιμάω\n to dishonour greatly, Il.', 'key': 'a)patima/w'}