Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπασχολέω
ἀπασχολία
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάζω
ἀπατιμάω
Ἀπατούρια
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυδάω
ἀπαυθαδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
View word page
ἀπατητικός
ἀπατητικός ἀπατάω fraudulent, Xen.

ShortDef

fraudulent

Debugging

Headword:
ἀπατητικός
Headword (normalized):
ἀπατητικός
Headword (normalized/stripped):
απατητικος
IDX:
3741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3742
Key:
a)pathtiko/s

Data

{'content': 'ἀπατητικός\n ἀπατάω\n fraudulent, Xen.', 'key': 'a)pathtiko/s'}