Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἅπας
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπασχολέω
ἀπασχολία
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάζω
ἀπατιμάω
Ἀπατούρια
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
ἀπαυδάω
View word page
ἀπατηλός
ἀπατηλός = ἀπατήλιος, Il., Plat.

ShortDef

guileful, deceitful (cp ἀπατήλιος)

Debugging

Headword:
ἀπατηλός
Headword (normalized):
ἀπατηλός
Headword (normalized/stripped):
απατηλος
IDX:
3739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3740
Key:
a)pathlo/s

Data

{'content': 'ἀπατηλός\n = ἀπατήλιος, Il., Plat.', 'key': 'a)pathlo/s'}