Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπασπαίρω
ἅπας
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπασχολέω
ἀπασχολία
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάζω
ἀπατιμάω
Ἀπατούρια
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζω
ἀπαύγασμα
View word page
ἀπατήλιος
ἀπατήλιος from ἀπάτη guileful, wily, ἀπατήλια εἰδώς skilled in wiles, Od.; ἀπ. βάζειν Od.
ShortDef
guileful, wily
Debugging
Headword:
ἀπατήλιος
Headword (normalized):
ἀπατήλιος
Headword (normalized/stripped):
απατηλιος
IDX:
3738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3739
Key:
a)path/lios
Data
{'content': 'ἀπατήλιος\n from ἀπάτη\n guileful, wily, ἀπατήλια εἰδώς skilled in wiles, Od.; ἀπ. βάζειν Od.', 'key': 'a)path/lios'}