Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπάρχομαι
ἄπαρχος
ἀπασπαίρω
ἅπας
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπασχολέω
ἀπασχολία
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάζω
ἀπατιμάω
Ἀπατούρια
ἀπάτωρ
View word page
ἀπάτερθε
ἀπάτερθε apart, aloof, Il. prep. c. gen. far away from, ὁμίλου Il.

ShortDef

apart, aloof

Debugging

Headword:
ἀπάτερθε
Headword (normalized):
ἀπάτερθε
Headword (normalized/stripped):
απατερθε
IDX:
3736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3737
Key:
a)pa/terqe

Data

{'content': 'ἀπάτερθε\n apart, aloof, Il.\n prep. c. gen. far away from, ὁμίλου Il.', 'key': 'a)pa/terqe'}