Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπαρτισμός
ἀπαρύω
ἀπαρχή
ἀπάρχομαι
ἄπαρχος
ἀπασπαίρω
ἅπας
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπασχολέω
ἀπασχολία
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
ἀπατητικός
ἀπάτητος
ἀπατιμάζω
View word page
ἀπασχολέω
ἀπασχολέω ἄσχολος to leave one no leisure, Luc.:—Pass. to be wholly occupied, Luc.

ShortDef

to leave no leisure

Debugging

Headword:
ἀπασχολέω
Headword (normalized):
ἀπασχολέω
Headword (normalized/stripped):
απασχολεω
IDX:
3733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3734
Key:
a)pasxole/w

Data

{'content': 'ἀπασχολέω\n ἄσχολος\n to leave one no leisure, Luc.:—Pass. to be wholly occupied, Luc.', 'key': 'a)pasxole/w'}