Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπάρτιον
ἀπαρτί
ἀπαρτισμός
ἀπαρύω
ἀπαρχή
ἀπάρχομαι
ἄπαρχος
ἀπασπαίρω
ἅπας
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπασχολέω
ἀπασχολία
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
ἀπατητικός
View word page
ἄπαστος
ἄπαστος πατέομαι not having eaten, fasting, Il.: c. gen., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος without having tasted meat or drink, Od.
ShortDef
not having eaten, fasting
Debugging
Headword:
ἄπαστος
Headword (normalized):
ἄπαστος
Headword (normalized/stripped):
απαστος
IDX:
3731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3732
Key:
a)/pastos
Data
{'content': 'ἄπαστος\n πατέομαι\n not having eaten, fasting, Il.: c. gen., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος without having tasted meat or drink, Od.', 'key': 'a)/pastos'}