Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπαρτιλογία
ἀπάρτιον
ἀπαρτί
ἀπαρτισμός
ἀπαρύω
ἀπαρχή
ἀπάρχομαι
ἄπαρχος
ἀπασπαίρω
ἅπας
ἀπαστία
ἄπαστος
ἀπαστράπτω
ἀπασχολέω
ἀπασχολία
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπατεών
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπάτη
View word page
ἀπαστία
ἀπαστία from ἄπαστος an abstaining from food, a fast, Ar.

ShortDef

an abstaining from food, a fast

Debugging

Headword:
ἀπαστία
Headword (normalized):
ἀπαστία
Headword (normalized/stripped):
απαστια
IDX:
3730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3731
Key:
a)pasti/a

Data

{'content': 'ἀπαστία\n from ἄπαστος\n an abstaining from food, a fast, Ar.', 'key': 'a)pasti/a'}