Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρκέω
ἀπαρνέομαι
ἄπαρνος
ἀπαρρησίαστος
ἀπαρτάω
ἀπαρτίζω
ἀπαρτιλογία
ἀπάρτιον
ἀπαρτί
ἀπαρτισμός
ἀπαρύω
ἀπαρχή
ἀπάρχομαι
ἄπαρχος
View word page
ἀπαρρησίαστος
ἀπαρρησίαστος παρρησιάζομαι not speaking freely, Luc.

ShortDef

not speaking freely

Debugging

Headword:
ἀπαρρησίαστος
Headword (normalized):
ἀπαρρησίαστος
Headword (normalized/stripped):
απαρρησιαστος
IDX:
3717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3718
Key:
a)parrhsi/astos

Data

{'content': 'ἀπαρρησίαστος\n παρρησιάζομαι\n not speaking freely, Luc.', 'key': 'a)parrhsi/astos'}