Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρκέω
ἀπαρνέομαι
ἄπαρνος
ἀπαρρησίαστος
ἀπαρτάω
ἀπαρτίζω
ἀπαρτιλογία
ἀπάρτιον
ἀπαρτί
View word page
ἀπαριθμέω
ἀπαριθμέω to count over, reckon up, Xen. to reckon or pay back, repay, Xen.

ShortDef

to count over, reckon up

Debugging

Headword:
ἀπαριθμέω
Headword (normalized):
ἀπαριθμέω
Headword (normalized/stripped):
απαριθμεω
IDX:
3712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3713
Key:
a)pariqme/w

Data

{'content': 'ἀπαριθμέω\n to count over, reckon up, Xen.\n to reckon or pay back, repay, Xen.', 'key': 'a)pariqme/w'}