Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρκέω
ἀπαρνέομαι
ἄπαρνος
ἀπαρρησίαστος
ἀπαρτάω
ἀπαρτίζω
View word page
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρηγόρητος παρηγορέω inconsolable, Plut. not to be advised or controlled, Plut.
ShortDef
inconsolable
Debugging
Headword:
ἀπαρηγόρητος
Headword (normalized):
ἀπαρηγόρητος
Headword (normalized/stripped):
απαρηγορητος
IDX:
3709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3710
Key:
a)parhgo/rhtos
Data
{'content': 'ἀπαρηγόρητος\n παρηγορέω\n inconsolable, Plut.\n not to be advised or controlled, Plut.', 'key': 'a)parhgo/rhtos'}