Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρκέω
ἀπαρνέομαι
ἄπαρνος
ἀπαρρησίαστος
ἀπαρτάω
View word page
ἀπαρέσκω
ἀπαρέσκω to be disagreeable to, τινί Thuc. Mid. to shew displeasure, Il.
ShortDef
to be disagreeable to
Debugging
Headword:
ἀπαρέσκω
Headword (normalized):
ἀπαρέσκω
Headword (normalized/stripped):
απαρεσκω
IDX:
3708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3709
Key:
a)pare/skw
Data
{'content': 'ἀπαρέσκω\n to be disagreeable to, τινί Thuc.\n Mid. to shew displeasure, Il.', 'key': 'a)pare/skw'}