Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄπαππος
ἀπαράβατος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρκέω
ἀπαρνέομαι
ἄπαρνος
View word page
ἀπαράσσω
ἀπαράσσω to strike off, cut off, Il., Hdt.: to sweep off from the deck of a ship, ἀπὸ τῆς νηός Hdt.; ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.

ShortDef

to strike off, cut off

Debugging

Headword:
ἀπαράσσω
Headword (normalized):
ἀπαράσσω
Headword (normalized/stripped):
απαρασσω
IDX:
3706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3707
Key:
a)para/ssw

Data

{'content': 'ἀπαράσσω\n to strike off, cut off, Il., Hdt.: to sweep off from the deck of a ship, ἀπὸ τῆς νηός Hdt.; ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.', 'key': 'a)para/ssw'}