Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαπαῖ
ἄπαππος
ἀπαράβατος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρκέω
ἀπαρνέομαι
View word page
ἀπαράσκευος
ἀπαράσκευος παρασκευή without preparation, unprepared, Thuc., Xen.
ShortDef
without preparation, unprepared
Debugging
Headword:
ἀπαράσκευος
Headword (normalized):
ἀπαράσκευος
Headword (normalized/stripped):
απαρασκευος
IDX:
3705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3706
Key:
a)para/skeuos
Data
{'content': 'ἀπαράσκευος\n παρασκευή\n without preparation, unprepared, Thuc., Xen.', 'key': 'a)para/skeuos'}