Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἅπαξ
ἀπαπαῖ
ἄπαππος
ἀπαράβατος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρκέω
View word page
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαρασκεύαστος παρασκευάζω, ἀπαράσκευος, NTest.

ShortDef

unprepared

Debugging

Headword:
ἀπαρασκεύαστος
Headword (normalized):
ἀπαρασκεύαστος
Headword (normalized/stripped):
απαρασκευαστος
IDX:
3704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3705
Key:
a)paraskeu/astos

Data

{'content': 'ἀπαρασκεύαστος\n παρασκευάζω, ἀπαράσκευος, NTest.', 'key': 'a)paraskeu/astos'}