Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαξιόω
ἅπαξ
ἀπαπαῖ
ἄπαππος
ἀπαράβατος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
View word page
ἀπαράμυθος
ἀπαράμυθος = απαραμύθητος inexorable, Aesch.
ShortDef
inexorable
Debugging
Headword:
ἀπαράμυθος
Headword (normalized):
ἀπαράμυθος
Headword (normalized/stripped):
απαραμυθος
IDX:
3703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3704
Key:
a)para/muqos
Data
{'content': 'ἀπαράμυθος\n = απαραμύθητος\n inexorable, Aesch.', 'key': 'a)para/muqos'}